- δι-ᾱΐγδην
δι-ᾱΐγδην, stürmisch durchbrechend, Opp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-ᾱΐγδην, stürmisch durchbrechend, Opp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αΐγδην — ἀΐγδην επίρρ. (Α) [ἀΐσσω*] γρήγορα, ορμητικά, ραγδαία … Dictionary of Greek
ἀίγδην — rushing swiftly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… … Dictionary of Greek