- δεῦρυ
δεῦρυ, dasselbe, B. A. 1341. 1361.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεῦρυ, dasselbe, B. A. 1341. 1361.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεύρο — δεῡρο και δεύρω και αιολ. δεῡρυ και αττ. επιτ. δευρί και δεῡρε και δευρεί) (Α) 1. (με ρήματα κινήσεως σημαντικά) εδώ, προς τα εδώ («ἦλθον αἰχμητάων δεῡρο μαχησόμενος», Ιλ.) 2. φρ. «τὰ δεῡρο» τα αισθητά όντα 3. (σε συζητήσεις, επιχειρήματα και… … Dictionary of Greek