- δεῖνος
δεῖνος, ὁ, v. l. für δῖνος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεῖνος, ὁ, v. l. für δῖνος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δείνος — δεῑνος, ο (Α) 1. ονομασία για διάφορα στρογγυλά αγγεία, ποτήρια, κούπες κ.λπ. 2. δοχείο για το πλύσιμο τών ποδιών, ποδονιπτήρας 3. είδος χορού 4. το αλώνι 5. όργανο για κατασκευή ή επίχριση χαπιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γραφή τού δίνος*, που… … Dictionary of Greek
δεινός — fearful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινός — ή, ό (AM δεινός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ εἰς ὦπα ἰδέσθαι» που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο) 2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός… … Dictionary of Greek
δεινός, -ή — ό 1. σφοδρός, άγριος, φοβερός: Ο καβγάς ανάμεσα στα δύο σκυλιά ήταν δεινός. 2. άξιος, έμπειρος, ικανός: Είναι δεινός κολυμβητής. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., δεινά η συμφορά, τα βάσανα, οι κακουχίες: Τα δεινά της σκλαβιάς είναι αβάσταχτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεῖνος — δεῖνα such an one masc/fem/neut gen sg (attic) δεῖνα such an one masc/fem/neut gen sg δεῖνος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐ λέγειν δεινός, ἀλλὰ σιγᾶν ἀδύνατος. — См. Молчи, коли Бог разума не дал … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
δεινά — δεινός fearful neut nom/voc/acc pl δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc/acc dual δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινότερον — δεινός fearful adverbial comp δεινός fearful masc acc comp sg δεινός fearful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινοτάτω — δεινός fearful masc/neut nom/voc/acc superl dual δεινός fearful masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινοτάτων — δεινός fearful fem gen superl pl δεινός fearful masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινοτέραις — δεινός fearful fem dat comp pl δεινοτέρᾱͅς , δεινός fearful fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)