- δι-ᾱέριος
δι-ᾱέριος, durch die Luft; φυγή Luc. salt. 42; καὶ μετέωρα λέγειν Icarom. 1; a. Sp. Vgl. διηέριος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-ᾱέριος, durch die Luft; φυγή Luc. salt. 42; καὶ μετέωρα λέγειν Icarom. 1; a. Sp. Vgl. διηέριος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ἀέριος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀέριος — ἀ̱έριος , ἀέριος misty masc nom sg ἀ̱έριος , ἀέριος misty masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αέριος — (4oς αι. μ.Χ.).Αιρετικός, φίλος του Ευσταθίου, τον οποίο αργότερα κατασυκοφάντησε με αφορμή τη χειροτονία του σε μητροπολίτη. Ο Α., προφανώς εξαιτίας του φθόνου του για τον Ευστάθιο, δίδασκε ότι το αξίωμα του επισκόπου είναι περιττό και,… … Dictionary of Greek
αέριος φάση πυρόλυση — Μέθοδος διύλισης του πετρελαίου κατά την οποία γίνεται θερμική διάστασή του (πυρόλυση) κάτω από πίεση και σε υψηλές θερμοκρασίες. (Βλ. λ. πετρέλαιο) … Dictionary of Greek
ἠέριον — ἀέριος misty masc/fem acc sg (ionic) ἀέριος misty neut nom/voc/acc sg (ionic) ἠέριος misty masc acc sg ἠέριος misty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀερίοις — Ἀέριος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀερίου — Ἀέριος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀερίους — Ἀέριος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀερίων — Ἀέριος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀερίως — Ἀέριος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀερίῳ — Ἀέριος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)