δι-ώβολον

δι-ώβολον

δι-ώβολον, τό, der Doppelobol, Ar. bei Poll. 9, 53; Alex. bei Ath. III, 117 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεμπώβολον — τὸ, Α μαγειρικό εργαλείο από πέντε οβελούς, είδος μακριάς περόνης η οποία είχε πέντε οβελούς και τήν χρησιμοποιούσαν στις θυσίες για να στρέφουν τις σάρκες τών ζώων που καίγονταν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέμπε, αιολ. τ. τού πέντε + ώβολον (< ὀβολός) με… …   Dictionary of Greek

  • τριώβολο — το / τριώβολον, ΝΑ, και δωρ. τ. τριώδελον Α (στην αρχ. Ελλάδα) αργυρό νόμισμα που ισοδυναμούσε με μισή δραχμή αρχ. 1. (στην Αθήνα) ο τακτικός μισθός τών δικαστών για τις καθημερινές συνεδριάσεις, ο οποίος ορίστηκε την εποχή τού Περικλέους αλλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”