- διᾱνεκής
διᾱνεκής, s. διηνεκής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διᾱνεκής, s. διηνεκής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διανεκής — διᾱνεκής , διηνεκής continuous masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηνεκής — ές (AM διηνεκής, ές) (για χρόνο) αιώνιος, ατελεύτητος, παντοτινός αρχ. 1. συνεχής, αδιάκοπος 2. «εις το διηνεκές» για πάντα 3. (το ουδ. ως επίρρ.) διηνεκώς και ποιητ. διηνεκέως συνεχώς, ασταμάτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. της αττικής διαλέκτου (ο δωρ … Dictionary of Greek