διᾱκονος

διᾱκονος

διᾱκονος, , ion. διήκονος, der Diener, Bediente; τυράννου Aesch. Prom. 944; Soph. Phil. 497 = Bote; Her. 4, 71; Thuc. 1, 133; πόλεως, Plat. Gorg. 517 b, u. sonst bei Sp.; bes. = bei Tisch aufwartend, Ath. VII, 291 f; N. T.; ἡ δ., Dienerin, Dem. 24, 197; auch adj., ἐπιστήμη, Plat. Polit. 290 c Dah. auch compar., Φρὺξ ἀνὴρ πλαγεὶς ἀμείνων καὶ διακονέστερος, Epicharm. bei Suid. – Nach Buttm. Lexil. I, 219 von διήκω, διάκω, womit διώκω zu vgl., eilen, verwandt mit διάκτορος. Gegen die Ableitung der Alten von διὰκόνις. in stäubender Hast laufend, od. in Staub arbeitend, ist die Prosodie.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί …   Dictionary of Greek

  • διάκονος — διά̱κονος , διάκονος servant masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκονος — ο ιερωμένος με τον κατώτερο εκκλησιαστικό βαθμό, ο διάκος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Диакон — (διάκονος служитель) так называются лица, проходящие церковное служение на первой, низшей степени священства. По происхождению своему это служение относится к временам апостольским и возникло в церкви иерусалимской по следующему поводу. Многие… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • διηκόνους — διάκονος servant masc acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διηκόνων — διάκονος servant masc gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διήκονε — διάκονος servant masc voc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διήκονον — διάκονος servant masc acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διήκονος — διάκονος servant masc nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДИАКОН — [дьякон; греч. διάκονος], одна из 3 священных степеней христ. церковной иерархии, низшая по отношению к степеням епископа и пресвитера. Происхождение служения Д. Архидиак. Андрей Мазур совершает каждение во время патриаршегобогослужения в храме… …   Православная энциклопедия

  • Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”