- διᾱ-κόσιοι
διᾱ-κόσιοι, αι, α, ion. διηκόσιοι, zweihundert; auch sing., ἵππος διακοσία, 200 Mann Reiter, Thuc. 1, 62; vgl. Xen. Cyr. 4, 6, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διᾱ-κόσιοι, αι, α, ion. διηκόσιοι, zweihundert; auch sing., ἵππος διακοσία, 200 Mann Reiter, Thuc. 1, 62; vgl. Xen. Cyr. 4, 6, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διακόσιοι — διᾱκόσιοι , διακόσιοι two hundred masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόσιοι — ιες, ια (AM διακόσιοι, ιαι, ια Α και ιων. τ. διηκόσιοι) αυτοί που συναποτελούν δύο εκατοντάδες αρχ. φρ. «διακοσίαν ίππου» ιππικό αποτελούμενο από διακόσιους ιππείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη από το διᾱ (διη στον ιων. τ. διη κόσιοι) που τέθηκε… … Dictionary of Greek
τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες … Dictionary of Greek