δι-ᾴσσω

δι-ᾴσσω

δι-ᾴσσω, s. διᾴττω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἀσσῷ — Ἀσσός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσσώ — Ἀσσός masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾄσσω — ἀίσσω shoot pres subj act 1st sg ἀίσσω shoot pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιρ(ρ)άσσω — Α συντρίβω, τεμαχίζω, κομματιάζω κάτι με χτύπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥάσσω «χτυπώ»] …   Dictionary of Greek

  • παλάσσω — (I) παλάσσω (Α) καθιστώ κάτι μιαρό, ακάθαρτο με ραντισμό («παλάσσετο δ αἵματι θώρηξ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα άσσω (πρβλ. αιμ άσσω, λαιμ άσσω, σταλ άσσω). Η σύνδεση τού ρ. παλάσσω (Ι) τόσο με τις… …   Dictionary of Greek

  • λαιμάσσω — και λαιμώσσω, αττ. τ. λαιμάττω (Α) τρώγω λαίμαργα, καταβροχθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + επίθημα άσσω (πρβλ. σπαρ άσσω). Ο τ. λαιμώσσω < λαιμός + επίθημα ώσσω, που δηλώνει ασθένεια (πρβλ. αμβλυ ώσσω, καρδι ώσσω)] …   Dictionary of Greek

  • σπαράσσω — ΝΜΑ, και σπαράζω Ν, και αττ. τ. σπαράττω Α (ιδίως για σαρκοβόρο ζώο) κατασπαράζω, κατακομματιάζω, ξεσκίζω («σάρκας γεραιὰς ἐσπαρασσ ἀπ ὀστέων, Ευρ.) νεοελλ. μτφ. 1. (αμτβ.) αισθάνομαι βαθιά λύπη, μεγάλο ψυχικό πόνο 2. μέσ. σπαράζομαι δοκιμάζομαι… …   Dictionary of Greek

  • άττω — ᾄττω και ᾄσσω και ἄττω (Α) αΐσσω* …   Dictionary of Greek

  • αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… …   Dictionary of Greek

  • ανάσσω — (I) ἀνάσσω (Α) [άναξ] 1. βασιλεύω, κυριαρχώ, κυβερνώ, εξουσιάζω 2. πρωτεύω 3. διευθύνω, χειρίζομαι καλά. (II) ἀνᾴσσω και ἀνᾴττω (Α) [ᾴσσω, ττω] αναΐσσω* …   Dictionary of Greek

  • αναΐσσω — ἀναΐσσω και συνηρ. ἀνᾴσσω (Α) 1. ορμώ επάνω, αναπηδώ 2. σηκώνομαι επάνω για να μιλήσω 3. (για πηγή) αναβλύζω με ορμή 4. φεύγω ολοταχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀΐσσω, ἄσσω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”