δι-ώρυγμα, τό, v. l. für διόρυγμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ώρυγμα — ύγματος, τὸ, Α 1. ωρυγή 2. μτφ. ο άγριος παφλασμός τών κυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι, με ουρανική παρέκταση γ (πρβλ, ἐρεύ γ ομαι [II], ὀρυμαγδός)] … Dictionary of Greek
ὤρυγμα — ὠρυθμός a howling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)