δι-μήτωρ

δι-μήτωρ

δι-μήτωρ, ορος, dor. διμάτωρ, zwei Mütter habend, Bacchus; Alexis bei Ath. II, 39 b; Orph. H. 49; D. Sic. 3, 62.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… …   Dictionary of Greek

  • ηγεμονομήτωρ — η μητέρα ηγεμόνα ή βασιλιά, η βασιλομήτωρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών, όνος + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. βασιλο μήτωρ, Θεο μήτωρ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • θεομήτωρ — η (AM θεομήτωρ) (για την Παναγία) η μητέρα τού θεού, η θεοτόκος αρχ. η μητέρα τών θεών, η Ρέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. α μήτωρ, παμ μήτωρ] …   Dictionary of Greek

  • ισομήτωρ — ἰσομήτωρ, δωρ. τ. ίσομάτωρ, ὁ (Α) ίσος με τη μητέρα, αυτός που επέχει θέση μητέρας («ἰσομάτωρ ἀμνός», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. σιδηρο μήτωρ, φιλο μήτωρ] …   Dictionary of Greek

  • κακομήτωρ — κακομήτωρ, ἡ (Α) (γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. ἀμήτωρ) κακή μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. κοινο μήτωρ, φιλο μήτωρ] …   Dictionary of Greek

  • κοινομήτωρ — κοινομήτωρ, ορος, ό, ἡ (Μ) αυτός που έχει την ίδια μητέρα με άλλον, ομομήτριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. μουσο μήτωρ, φιλο μήτωρ] …   Dictionary of Greek

  • κυριομήτωρ — κυριομήτωρ, ορος, ἡ (Μ) η μητέρα τού Κυρίου, η Θεοτόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύριος + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. θεο μήτωρ, πατρο μήτωρ] …   Dictionary of Greek

  • πολυμήτωρ — όρος, ἡ, Α η μητέρα πολλών («γαίης πολυμήτορος», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. κοινο μήτωρ, φιλο μήτωρ] …   Dictionary of Greek

  • ετερομήτωρ — ἑτερομήτωρ, ὁ, ἡ (Α) ο ετερομήτριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. παμ μήτωρ] …   Dictionary of Greek

  • λιπομήτωρ — λιπομήτωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχασε τη μητέρα του, ορφανός από μάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + μήτωρ (< μήτηρ, τρός), πρβλ. θεο μήτωρ) …   Dictionary of Greek

  • μονομήτωρ — μονομήτωρ, όρος, ιων. τ. μουνομήτωρ, δωρ. τ. μονομάτωρ, ο (Α) ορφανός από μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. θεο μήτωρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”