- μαιμώω
μαιμώω, s. μαιμάω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαιμώω, s. μαιμάω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαιμώω — μαιμάω to be very eager pres subj act 1st sg (epic) μαιμάω to be very eager pres ind act 1st sg (epic) μαιμάζω fut ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)