μαζίον

μαζίον

μαζίον τό, dim. von μάζα, Phryn. bei Ath. II, 59 c; aber XIV, 646 c steht mit falschem Accent πλακουντῶδες μάζιον. – Auch das dim. von μαζός, μαζίον, wird erwähnt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαζίον — μαζίον, τὸ (AM, Μ και μαζίν) [μάζα] μικρή μάζα, μικρός σβώλος («σικύου ἀγρίου τὸν ὀπὸν ὡς μαζίον ἐμπλάσασα», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • μαζίον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαζία — μαζίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαζίου — μαζίον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… …   Dictionary of Greek

  • μαζίτσα — 1. επίρρ. μαζί, αντάμα 2. (ως πρόθ.) μαζίτσα με... α) μαζί με... β) εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μαζίον < μάζα + υποκορ. κατάλ. ίτσα (πρβλ. μαζί)] …   Dictionary of Greek

  • μακάρι — και μαγάρι (AM μακάρι) είθε νεοελλ. μσν. έστω και, ακόμη και αν («δεν θέλω να τόν δω μακάρι και ζωγραφιστό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακάριον, ουδ. τού επιθ. μακάριος (πρβλ. μαζίον > μαζί) ή από τον πληθ. μακάριοι. Κατ άλλους, < περσοτουρκ. meğer] …   Dictionary of Greek

  • ομάδι — (Μ ὁμάδι) επίρρ. από κοινού, μαζί («μιαν κόρη κι έναν άγουρο, που μπερδευτήκα ομάδι», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὁμάδ ιον, υποκορ. τού ὁμάς, άδος (πρβλ. μαζίον: μαζί, μακάριον: μακάρι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”