μαγίδιον, τό, dim. von μαγίς, kleiner Backtrog, Schol. Ar. Nubb. 1250.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαγίδιον — μαγίδιον, τὸ (Α) [μαγίς] μικρή σκάφη ζυμώματος … Dictionary of Greek
μαγίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγίδια — μαγίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)