- δείδια
δείδια u. δείδοικα, p. = δέδια, s. δείδω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δείδια u. δείδοικα, p. = δέδια, s. δείδω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δείδια — δείδω perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειδίασιν — δειδίᾱσιν , δείδω perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείδι' — δείδια , δείδω perf ind act 1st sg δείδιε , δείδω perf imperat act 2nd sg δείδιε , δείδω perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
du̯ei- — du̯ei English meaning: to fear Deutsche Übersetzung: “fũrchten” Material: Av. dvaēϑü “menace”; Arm. erknč̣ im “ I fear “, erkiuɫ “fear” (anlaut as in erku “two” : *du̯ōu Meillet MSL. 8, 235); Gk. Hom. δείδω “dread” (*δέ δFοι̯ α) … Proto-Indo-European etymological dictionary