- δείνωσις
δείνωσις, ἡ, das Schrecklich-, Großmachen, das Uebertreiben, Plat. Phaedr. 272 a; Plut. Flam. 18; auch als rhetorische Figur, Arist. rhet. 2, 21; vgl. Quinct. 6, 2, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δείνωσις, ἡ, das Schrecklich-, Großmachen, das Uebertreiben, Plat. Phaedr. 272 a; Plut. Flam. 18; auch als rhetorische Figur, Arist. rhet. 2, 21; vgl. Quinct. 6, 2, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δείνωσις — exaggeration fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινώσει — δείνωσις exaggeration fem nom/voc/acc dual (attic epic) δεινώσεϊ , δείνωσις exaggeration fem dat sg (epic) δείνωσις exaggeration fem dat sg (attic ionic) δεινόω make terrible aor subj act 3rd sg (epic) δεινόω make terrible fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινώσεις — δείνωσις exaggeration fem nom/voc pl (attic epic) δείνωσις exaggeration fem nom/acc pl (attic) δεινόω make terrible aor subj act 2nd sg (epic) δεινόω make terrible fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινώσεσι — δείνωσις exaggeration fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινώσιος — δείνωσις exaggeration fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείνωσιν — δείνωσις exaggeration fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείνωση — η (Α δείνωσις) [δεινώ] (ως φιλολογικός όρος) η μεγαλοποίηση, ο υπερβολικός τονισμός στην παρουσίαση αρχ. 1. αγανάκτηση 2. η σύσπαση, το αγρίεμα των φρυδιών … Dictionary of Greek
δεινωτικός — δεινωτικός, ή, όν (Α) [δείνωσις] αυτός που χρησιμοποιεί δείνωση, που μεγαλοποιεί τα πράγματα … Dictionary of Greek
δεινώσεως — δεινώσεω̆ς , δείνωσις exaggeration fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)