διάλεξη — η (AM διάλεξις, εως) νεοελλ. δημόσια ομιλία ή διδασκαλία σε καθορισμένο θέμα αρχ. μσν. συζήτηση, συνομιλία αρχ. διάλεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + λέξις] … Dictionary of Greek
πάροδος — (I) η, ΝΜΑ 1. η αφηρημένη έννοια τού παρέρχομαι, η παρέλευση, το πέρασμα (α. «η πάροδος τού κινδύνου» β. «πάροδος τού χρόνου», Πορφ.) 2. στενή οδός, δίοδος, διάβαση, διέλευση, μονοπάτι (α. «υπάρχει πάροδος ανάμεσα στα δύο βουνά» β. «ἡγούμενοι διά … Dictionary of Greek
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
GAESATAE — pop. ad Rhodanum habitantes, qui und cum Sennibus Romam cepêrunt. Plutarch. et Strabo l. 5. p. 212. Hos Polybius ait profectos a locis Rhodano vicinis, ad ea quae sunt circa Padum, Idem eos ait sic esse dictos διὰ τὸ μιςθοῦ ςτρατεύειν, Η῾ γὰρ… … Hofmann J. Lexicon universale
GESUM — apud Stat. Teb. l. 4. v. 64. pars gesa manu, pars robora flammis Indur ata diu Serv. ad Aen. l. 8. hasta virilis est. Nam et fortes, inquit, viros Galli gesos vocant. Ubi virilis, robusta exponitur Barthio. Ο῾λοϚίδηρον vocat Pollux, ex solido… … Hofmann J. Lexicon universale
επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… … Dictionary of Greek
πάνδημος — Επίθετο της Αφροδίτης στην Αθήνα, το ναό της οποίας έχτισε –σύμφωνα με την παράδοση– ο Σόλωνας από τα χρήματα των εταίρων. Στην Ήλιδα υπήρχε χάλκινο άγαλμα της θεάς κατασκευασμένο από τον Σκόπα. Η Π. Αφροδίτη λατρευόταν επίσης στη Θήβα και στη… … Dictionary of Greek