- διά-θραυστος
διά-θραυστος, leicht zerbrechlich, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διά-θραυστος, leicht zerbrechlich, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύθραυστος — η, ο (ΑΜ εὔθραυστος, ον) 1. αυτός που θραύεται, που σπάει εύκολα («σκεύη κεραμεᾱ εὔθραυστα», Πλούτ.) 2. αδύνατος ή υπερβολικά λεπτός («εὔθραυστον γὰρ τὸ νέον, διὰ τὴν ἀσθένειαν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θραυστός (< θραύω «σπάζω»)] … Dictionary of Greek