διά-δοσις

διά-δοσις

διά-δοσις, , Vertheilung, Austheilung, bes. Spende an das Volk, Dem. 44, 37; χώρας Pol. 2, 23; ἐκ ϑεῶν εἰς ἀνϑρώπους, Mittheilung, Arr. Epict. 1, 12, 6; μειδιαμάτων, gegenseitiges Anlächeln, Plut. Sull. 35.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”