- διά-διπλος
διά-διπλος, ον, doppelt zusammengefügt, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διά-διπλος, ον, doppelt zusammengefügt, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
λάβρυς — Λυδική ή καρική λέξη, που σημαίνει διπλός πέλεκυς. Δεν αποκλείεται και η ελληνική καταγωγή της λέξης, οπότε σημαίνει λαύρα ή πέρασμα σε ορυχείο. Ο διπλός πέλεκυς χρησίμευε κυρίως στις θρησκευτικές τελετές των προελληνικών χρόνων. Αρχικά ήταν… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
Λαβρανδεύς — Προσωνυμία του Δία στα Λάβρανδα της Καρίας, όπου λατρευόταν ως πολεμικός θεός και ονομαζόταν και Στράτιος. Ο Πλούταρχος υποστηρίζει ότι η λέξη προέρχεται από τον λάβρυ (διπλός πέλεκυς). Σύμφωνα με τον μύθο, όταν ο Ηρακλής νίκησε την Ιππολύτη,… … Dictionary of Greek
du̯ō(u) (*du̯ei-) — du̯ō(u) (*du̯ei ) English meaning: two Deutsche Übersetzung: “zwei” Grammatical information: m. (grammatical double form duu̯ōu), du̯ai f. n., besides du̯ei , du̯oi , du̯i Note: compare the summary by Brugmann II2 2, 6 82… … Proto-Indo-European etymological dictionary
Ωρίων — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν είναι γνωστό πού και πότε μαρτύρησε. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Νοεμβρίου. II (Αστρον.). Ένας από τους λαμπρότερους αστερισμούς, Ν του Ζωδιακού και κοντά στον ουράνιο ισημερινό. Αποτελείται από 150… … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
μονός — ή, ό (Μ μονός, ή, όν) (για αριθμό) αυτός που δεν μπορεί να διαιρεθεί διά τού δύο, περιττός, σε αντιδιαστολή προς τον άρτιο, τον ζυγό νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο στοιχείο, απλός, μονομερής («μονή κλωστή») 2. (για άνθος) αυτός που … Dictionary of Greek
Ηρακλής — I Μυθολογικός ήρωας. Η φήμη του κάλυπτε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο· θεωρείται ενσάρκωση της ίδιας της ιδέας του ήρωα. Στον Η. πραγματικά συγκεντρώνονται όλα τα χαρακτηριστικά (μυθικά και πολιτιστικά) της ηρωικής υπόστασης: θεϊκή γέννηση, ανατροφή … Dictionary of Greek