- διά-μεστος
διά-μεστος, ganz voll, τινός, von etwas, Antiphan. bei Ath. II, 45 a; Arist. probl. 19, 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διά-μεστος, ganz voll, τινός, von etwas, Antiphan. bei Ath. II, 45 a; Arist. probl. 19, 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραγικός — ή, ό / τραγικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τραγωδία (α. «τραγική συγκίνηση» η συγκίνηση που νιώθει κανείς όταν παρακολουθεί μια τραγωδία β. «πρὸς τὰ πάθεα αὐτοῡ τραγικοῑσι χοροῖσι ἐγέραιρον», Ηρόδ.) 2. το αρσ. ως… … Dictionary of Greek