- διάκλεισις
διάκλεισις, ἡ, das Abschneiden von einem Orte, εἰςόδων, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διάκλεισις, ἡ, das Abschneiden von einem Orte, εἰςόδων, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διάκλεισιν — διάκλεισις closing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκλειση — η (Α διάκλεισις, εως) [διακλείω] 1. αποκλεισμός, απαγόρευση τής εισόδου 2. απόφραξη … Dictionary of Greek