διά-κενος

διά-κενος

διά-κενος, ον, 1) ganz leer, hohl; Plat. Tim. 60 e f; τὸ διάκενον, der leere Zwischenraum, Thuc. 5, 71; auch = unbew chte Stelle, 4, 135; Arist. Probl. 23, 8; Luc. sagt διάκενον δεδορκέναι, hohl blicken, von Hungernden u. Kranken, Necyom. 15. – 2) dünn; κίονες, πέρα τοῦ καλοῦ, Plut. Popl. 15; ἕξις, mager, Lyc. 17. – 3) daher = nichtig; ἵνα μὴ διάκενα ᾖ τὰ τῶν νόμων Plat. Legg. VII, 820 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κενός — ή, ό (ΑΜ κενός, ή, όν, Α αιολ., ιων. και ποιητ. τ. κεινός, επικ. τ. κενεός και αιολ. τ. κέννος) 1. αυτός που δεν περιέχει κάτι, άδειος, κούφιος 2. μτφ. μάταιος, άσκοπος, ανώφελος, ανεκπλήρωτος, αστήρικτος (α. «κενά λόγια», β. «κενές υποσχέσεις»)… …   Dictionary of Greek

  • χέρσος — (I) ἡ, ΝΜΑ, και αττ. τ. χέρρος Α η στεριά, η ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τη θάλασσα (α. «η χέρσος αποτελεί το ένα τρίτο, σχεδόν, τής υδρογείου» β. «...τὴν θάλασσαν εἰκονίζετο ὅτε καὶ τὴν γείτονα χέρσον...», Θεοφύλ. Σ. γ. «κατὰ χέρσον οὺχὶ ναΐ»,… …   Dictionary of Greek

  • ωδίνω — ὠδίνω, ΝΜΑ, και μτγν. επικ. τ. ὠδείνω Α [ὠδίς, ῑνος] 1. (για ετοιμόγεννη) έχω ωδίνες, κοιλοπονώ 2. μτφ. αγωνιώ 3. παροιμ. «ώδινεν όρος και έτεκε μυν» λέγεται για προσδοκίες ή υποσχέσεις που απολήγουν σε μηδαμινό αποτέλεσμα μσν. παράγω («μέλισσα… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”