- διά-κρουσις
διά-κρουσις, ἡ, 1) Aufschub, Verzögerung, Dem. 54, 27. 29. – 2) Abwendung der Gefahr, Plut. Coriol. 19; – καὶ φυλακὴ τῶν ἁμαρτημάτων de cohib. ira 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διά-κρουσις, ἡ, 1) Aufschub, Verzögerung, Dem. 54, 27. 29. – 2) Abwendung der Gefahr, Plut. Coriol. 19; – καὶ φυλακὴ τῶν ἁμαρτημάτων de cohib. ira 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Χαλκιδικής, νομός — Νομός που καλύπτει το έδαφος της ομώνυμης χερσονήσου της κεντρικής Μακεδονίας. Στον νομό δεν υπάγεται η περιοχή του Άθω (Άγιον Όρος), ο οποίος συνορεύει στα Β με τον νομό Θεσσαλονίκης, ενώ από τις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από το Αιγαίο. Ο… … Dictionary of Greek