- διά-βροχος
διά-βροχος, durchnäßt, benetzt, ἄγκος ὕδασι Eur. Bacch. 1049; ὄμμα El. 503; τόπος Poll. 5, 22, 6; von Schiffen, leck, Thuc. 7, 12; übertr., ἔρωτι Luc. Tox. 15; τῇ μέϑῃ, betrunken, Bis acc. 17; οἴνῳ Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διά-βροχος, durchnäßt, benetzt, ἄγκος ὕδασι Eur. Bacch. 1049; ὄμμα El. 503; τόπος Poll. 5, 22, 6; von Schiffen, leck, Thuc. 7, 12; übertr., ἔρωτι Luc. Tox. 15; τῇ μέϑῃ, betrunken, Bis acc. 17; οἴνῳ Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατάβροχος — κατάβροχος, ον (AM) μσν. ο βρεγμένος πολύ αρχ. ο κατακλυσμένος από νερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βροχος (< βρέχω), πρβλ. διά βροχος, έμ βροχος] … Dictionary of Greek
έρμα — το (AM ἕρμα) πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα νεοελλ. 1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του 2. στρώμα από σκύρα,… … Dictionary of Greek