- διά-φωνος
διά-φωνος, nicht zusammenstimmend, verschieden; D. Sic. 4, 55 u. a. Sp.; τινί, Luc. Cyn. 16; Poll. 2, 113 tadelt das Wort.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διά-φωνος, nicht zusammenstimmend, verschieden; D. Sic. 4, 55 u. a. Sp.; τινί, Luc. Cyn. 16; Poll. 2, 113 tadelt das Wort.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
θεοφωνώ — θεοφωνῶ, έω (Α) μιλώ εκ μέρους τού θεού, προφητεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φωνώ (< φωνος < φωνή), πρβλ. ανα φωνώ, δια φωνώ] … Dictionary of Greek
παράφωνος — η, ο / παράφωνος, ον ΝΑ νεοελλ. 1. (για μουσ. φθόγγο) αυτός που ηχεί κακώς, που παραβιάζει την αρμονία, δυσαρμονικός, παράχορδος 2. (για πρόσ.) κακόφωνος, παράτονος, φάλτσος αρχ. 1. μουσ. αυτός που συνηχεί, που βγάζει ήχους ή φθόγγους μαζί με… … Dictionary of Greek