διά-τορος

διά-τορος

διά-τορος, 1) durchbohrend, -dringend, richtiger διατόρος; πέδαι Aesch. Prom. 76; φόβος 281; bes. vom Ton; σάλπιγξ Eum. 567; μέλος Ael. V. H. 2, 44; vgl. Luc. Gall. 1; VLL. ὀξύτονον. – 2) Pass., durchbohrt, Soph. O. R. 1034.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαλκότορος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. χαλκοτόρευτος* («χαλκοτόροις ξίφεσιν», Πίνδ.) 2. αυτός που έχει προκληθεί από διάτρηση με χάλκινο αντικείμενο, ιδίως με χάλκινο όπλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τορος (< θ. τορ της ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. τείρω*… …   Dictionary of Greek

  • διάτορος — διάτορος, ον (AM) 1. διατρυπημένος πέρα ώς πέρα, διάτρητος 2. αυτός που διατρυπά 3. (για ήχο) οξύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δια + *τόρος < (θ.) τορ τού τορείν (απρμφ. αορ. τού τείρω*] …   Dictionary of Greek

  • διάκτορος — διάκτορος, ον (Α) 1. (επίθ. τού Ερμή) αγγελιαφόρος ή ψυχοπομπός 2. διάκονος, υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη που στον Όμηρο αποδίδεται στον Ερμή (πρβλ. διάκτορος Αργεϊφόντης), ενώ στους μεταγενέστερους ποιητές χαρακτηρίζει την Ίριδα και την Αθηνά. Ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”