- διά-τρητος
διά-τρητος, durchbohrt, durchlöchert, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διά-τρητος, durchbohrt, durchlöchert, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευθύτρητος — εὐθύτρητος, ον (Α) (για οστά) αυτός που έχει ευθύ τρήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + τρητός < τετραίνω (πρβλ. ά τρητος, διά τρητος)] … Dictionary of Greek
λεπτότρητος — λεπτότρητος, ον (Α) αυτός που έχει μικρές οπές («λεπτότρητος σπόγγος», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + τρητός (< τετραίνω), πρβλ. διά τρητος, κατά τρητος] … Dictionary of Greek
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek