διά-πεζος

διά-πεζος

διά-πεζος, ον (πέζα), von weiblichen Prunkkleidern, entweder bis auf die Füße reichend, wie ποδήρης, oder mit einer Kante, einem Saume versehen, ἱάτιον, Callixen. bei Ath. V, 198 c; vgl. Poll. 7, 62.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… …   Dictionary of Greek

  • περίπεζος — ον, Α 1. περιπέζιος* 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περίπεζα κοσμήματα για τα πόδια, τα περιπέζια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πεζος (< πέζα «πόδι»), πρβλ. διά πεζος] …   Dictionary of Greek

  • πεζεύω — ΝΜΑ, πεζεύγω και πεζέφνω Ν [πεζός] νεοελλ. μσν. κατεβαίνω από το άλογο, αφιππεύω, ξεκαβαλικεύω νεοελλ. αρχ. 1. βαδίζω πεζός, οδοιπορώ 2. ταξιδεύω διά ξηράς μσν. αρχ. (κυρίως για τον Ξέρξη όταν πέρασε τη γέφυρα στον Ελλήσποντο) περνώ πεζός τη… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • ποίηση — Λογοτεχνική σύνθεση στην οποία η έκφραση των αισθημάτων ή των εικόνων, η αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων, ακόμα και η έκθεση επιστημονικών ή φιλοσοφικών αντιλήψεων, επιτυγχάνεται όχι μόνο με τη σημασία των λέξεων και των συνδυασμών… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • PERSIA — quae Persis Ptol. Plin. l. 6. c. 25. et Melae, l. 1. c. 2. Farstan, et Farsistan incolis, teste Castaldô, Provincia Asiae notissima atque clarissima, inter Susianam ad occasum, et Carmaniam ad ortum; atque inter Parthiam ad Boream et sinum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”