διά-πυρος

διά-πυρος

διά-πυρος, vom Feuer durchglüht, glühend; δαλός Eur. Cycl. 627; vgl. Plat. Tim. 88 a; Xen. Mem. 4, 7, 7 u. Folgde. – Bes. übertr., feurig, heftig, leidenschaftlich, ἄνδρες ἄγριοι Plat. Rep. X, 615 e; – superl., Legg. VI, 783 a; – öfter bei Folgdn, bes. Plut., z. B. ἤϑη, Lyc. 9; πρὸς ὀργήν, Gen. Socr. 3; πρὸς δόξαν, Luc. 4; auch von Handlungen, ἔργον, Luc.; μῖσος, Plut. Arat. 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • Κᾶν με χρῆ, διὰ τοῦ πυρὸς Ἐθέλω βαδίζειν. — См. Сквозь огонь и воду …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • огньныи — (238) пр. 1.Огненный, горящий огнем, пылающий: си рѣкѧ всѧ смольна. а вълны ѥ˫а всѧ огньны. СбТр XII/XIII, 34 об.; тъ въвьрженъ бѹдеть въ пещь ѡгньнѹ. ПрЛ 1282, 96а; внезапѹ же вѣтръ припадъ. огньныи пламень. на чюж(д)ю нивѹ… принесе. (τὴν τοῦ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ζώπυρος — (τέλη 5ου αι. – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Πέρσης ευγενής. Υπήρξε συνεργός στη δολοφονία του σφετεριστή του θρόνου Γαυμάτα και στην ανακήρυξη του Δαρείου Α’ σε βασιλιά. Ήταν τόσο πιστός στον Δαρείο, ώστε όταν αυτός πολιορκούσε τη Βαβυλώνα επί 20 μήνες …   Dictionary of Greek

  • ημίπυρος — ἡμίπυρος, ον (Α) ο κατά το ήμισυ, ο εν μέρει, ο ατελώς πύρινος («ἡμίπυρος σελήνη», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πυρος (< πυρ), πρβλ. διά πυρος, ολό πυρος] …   Dictionary of Greek

  • κατάπυρος — κατάπυρος, ον (Α) διάπυρος, πυρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυρος (< πῦρ), πρβλ. αμφί πυρος, διά πυρος] …   Dictionary of Greek

  • σύμπυρος — ον, Μ όμοιος με τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πυρος (< πῦρ, πυρός), πρβλ. διά πυρος] …   Dictionary of Greek

  • υπέρπυρος — ον, ΜΑ μσν. το ουδ. ως ουσ. βλ. υπέρπυρο αρχ. 1. ο υπέρμετρα πυρώδης, διάπυρος 2. τοποθετημένος στην φωτιά («ἀπαρχαὶ ὑπέρπυροι», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πυρος (< πῦρ, πυρός «φωτιά»), πρβλ. διά πυρος] …   Dictionary of Greek

  • υπόπυρος — ον, Α αυτός που έχει φωτιά αποκάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πυρος (< πῦρ, πυρός «φωτιά»), πρβλ. διά πυρος] …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”