- δι-ηέριος
δι-ηέριος, ion. = διαέριος, lustig; Ap. Rh. 2, 227 Opp. C. 1, 66 Qu. Sm. 11, 456.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-ηέριος, ion. = διαέριος, lustig; Ap. Rh. 2, 227 Opp. C. 1, 66 Qu. Sm. 11, 456.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηέριος — ἠέριος, ίη, ον (Α) 1. πρωινός, αυγινός («ἠερίη δ ἀνέβη μέγαν οὐρανόν», Ομ. Ιλ.) 2. (για τόπο) εκτεθειμένος στον αέρα, ευήνεμος 3. (για πτηνά) αυτός που ζει, που πετά στον αέρα 4. αυτός διά μέσου τού οποίου δύσκολα μπορεί να δει κανείς, ομιχλώδης… … Dictionary of Greek
ἠέριος — ἀέριος misty masc/fem nom sg (ionic) ἠέριος misty masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠερίαις — ἠέριος misty fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠερίη — ἠέριος misty fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠερίην — ἠέριος misty fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠερίης — ἠέριος misty fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠερίῃ — ἠέριος misty fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠερίῃς — ἠέριος misty fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠερίῃσιν — ἠέριος misty fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠέριαι — ἠέριος misty fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπηέριος — ον, Α 1. εκτεθειμένος στον αέρα 2. ομιχλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) + ηέριος (< ἀήρ, ἀέρος), πρβλ. ἐπ ηέριος] … Dictionary of Greek