δι-λογίζω

δι-λογίζω

δι-λογίζω, l. d. für διλογέω, im aor., Schol. Soph. Ai. 773.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευλόγιστος — εὐλόγιστος, ον (Α) 1. αυτός που υπολογίζεται, που λογαριάζεται εύκολα 2. (για αριθμούς) α) απλός («ἐν ἀριθμοῑς εὐλογίστοις», Αριστοτ.) β) και σε αντίθεση με το περιττός («ἐν ἀριθμῷ... ἤ ἐν εὐλογίστῳ ἤ ἐν περιττῷ», Αριστοτ.) 3. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιολογισμός — ο ακραία κοινωνιολογική τάση που ανάγει την ανθρώπινη φύση και την ανθρώπινη δραστηριότητα αποκλειστικά και μόνο σε κοινωνικούς προσδιορισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • λογίζομαι — και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος] συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι»,… …   Dictionary of Greek

  • λογιάζω — μέσ. λογιάζομαι και λογιέμαι (Μ λογιάζω) 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, λογαριάζω, έχω στον νου κάτι («οπού χει γνώση κι ομυαλόν ετούτα ας τά λογιάζει», Ερωτόκρ.) 2. σχεδιάζω, σκοπεύω («βασιλέας τής Βλαχίας λογιάζει να δώσει ένα τάκο τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”