- δι-ομαλισμός
δι-ομαλισμός, ὁ, das Sichgleichbleiben, die Gleichmäßigkeit. Sext. Emp. adv. math. 11, 206.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-ομαλισμός, ὁ, das Sichgleichbleiben, die Gleichmäßigkeit. Sext. Emp. adv. math. 11, 206.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμαλισμός — levelling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομαλισμός — ο (ΑΜ ὁμαλισμός) [ομαλίζω] (ιδίως για έδαφος) εξάλειψη τών ανωμαλιών, ισοπέδωση («καὶ θῑνας ἀενάους καὶ φάραγγας πληροῡσθαι εἰς ὁμαλισμὸν τῆς γῆς», ΠΔ) μσν. επίλυση προβληματικής κατάστασης αρχ. 1. γραμμ. η έγκλιση τού τόνου 2. φρ. «καθ ὁμαλισμὸν … Dictionary of Greek
ὁμαλισμοῦ — ὁμαλισμός levelling masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμαλισμόν — ὁμαλισμός levelling masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՀԱՐԹՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0061 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c գ. ὀμαλισμός complanatio, aequalitas Հարթ գոլն. տափարակութիւն, եւ Հաւասարութիւն. զուգակշռութիւն. միաբանութիւն. ուղղութիւն. եւ Մեղմութիւն. ցածութիւն. Տե՛ս եւ ՀԱՐԹԱՀԱՒԱՍԱՐՈՒԹՒԻՆ. *Լնուլ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)