δι-ομαλύνω

δι-ομαλύνω

δι-ομαλύνω, durch u. durch gleichmäßig machen; διομαλανοντα καὶ διαχέοντα μέχρι τῶν ἄκρων Plut. de san. tu. p. 392.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὁμαλύνω — ὁμαλύ̱νω , ὁμαλύνω bring aor subj act 1st sg ὁμαλύ̱νω , ὁμαλύνω bring pres subj act 1st sg ὁμαλύ̱νω , ὁμαλύνω bring pres ind act 1st sg ὁμαλύ̱νω , ὁμαλύνω bring aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομαλύνω — (Α ὁμαλύνω) καθιστώ κάτι ομαλό, επίπεδο, ισιώνω («ἀφαιροῡντα δὲ τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων ὁμαλῡναι τὴν ἄρουραν», Αριστοτ.) νεοελλ. εξαλείφω τις ανωμαλίες, εξομαλύνω αρχ. 1. φέρνω το σώμα στην κανονική του θερμοκρασία 2. καθιστώ κάτι κανονικό,… …   Dictionary of Greek

  • ομαλύνω — ομάλυνα, ομαλύνθηκα, κάνω κάτι ομαλό, λείο, επίπεδο, εξομαλύνω, ισιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁμαλυνθεισῶν — ὁμαλύνω bring aor part pass fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλυνθῆναι — ὁμαλύνω bring aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλυνθέντος — ὁμαλύνω bring aor part pass masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλῦναι — ὁμαλύνω bring aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλύνει — ὁμαλύ̱νει , ὁμαλύνω bring aor subj act 3rd sg (epic) ὁμαλύ̱νει , ὁμαλύνω bring pres ind mp 2nd sg ὁμαλύ̱νει , ὁμαλύνω bring pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προομαλύνω — Α [ὁμαλύνω] ομαλύνω, καθιστώ προηγουμένως κάτι ομαλότερο …   Dictionary of Greek

  • ὁμαλύνεται — ὁμαλύ̱νεται , ὁμαλύνω bring aor subj mid 3rd sg (epic) ὁμαλύ̱νεται , ὁμαλύνω bring pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντίξοος — η, ο (Α ἀντίξοος, οον κ. ἀντίξους, ουν) ενάντιος, αντίθετος, εχθρικός νεοελλ. φρ. «αντίξοες περιστάσεις» δυσκολίες, αναποδιές αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀντίξοον η αντίθετη πλευρά 2. φρ. «δοῡρα ἀντίξοα» πελεκημένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”