- παρ-αυχένιος
παρ-αυχένιος, auch 3 Endgn, neben od. am Halse befindlich, hangend, παραυχενίη φαρέτρη, Ep. ad. 269 (Plan. 253).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-αυχένιος, auch 3 Endgn, neben od. am Halse befindlich, hangend, παραυχενίη φαρέτρη, Ep. ad. 269 (Plan. 253).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… … Dictionary of Greek