- διηκονέω
διηκονέω, ion. = διακονέω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διηκονέω, ion. = διακονέω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διακονώ — (AM διακονῶ, έω Α και ιων. τ. διηκονέω) 1. υπηρετώ, περιποιούμαι κάποιον 2. είμαι διάκονος στην εκκλησία 3. παρέχω βοήθεια, ελεώ μσν. νεοελλ. διακονεύω, ζητιανεύω αρχ. μσν. 1. προσφέρω πρόθυμα τις υπηρεσίες μου σε κάποιον 2. διακονοῡμαι εξυπηρετώ … Dictionary of Greek