- δελκανός
δελκανός, ὁ, ein Salzfisch, Ath. III, 118 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δελκανός, ὁ, ein Salzfisch, Ath. III, 118 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δελκανός — δελκανός, ο (Α) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Το είδος αυτό του ψαριού πήρε την ονομασία του από τον ποταμό Δέλκωνα, απ όπου αλιευόταν (πρβλ. «Δέλκος λίμνη ιχθυοφόρος περί την Θράκην», Ησύχ.)] … Dictionary of Greek
δελκανῷ — δελκανός fish masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελκανόν — δελκανός fish masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)