δελεαστικός

δελεαστικός

δελεαστικός, lockend, verführerisch, Clem. Al.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δελεαστικός — ή, ό (AM δελεαστικός, ή, όν) [δελεάζω] ικανός ή κατάλληλος να δελεάσει, να εξαπατήσει (α. «δελεαστικές προτάσεις» β. «φαντασίας δελεαστικάς... ταῑς εὐεπιφόροις ψυχαῑς» ανυπόστατα πράγματα που εξαπατούν αδύνατους χαρακτήρες) …   Dictionary of Greek

  • δελεαστικός — ή, ό ο ελκυστικός, ο γοητευτικός, ο απατηλός: Οι προτάσεις που του έγιναν ήταν πολύ δελεαστικές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαργαλιστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί την επιθυμία, την όρεξη («φαΐ γαργαλιστικό») 2. ο δελεαστικός («προτάσεις γαργαλιστικές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαργαλίζω (πρβλ. μυρίζω μυριστικός)] …   Dictionary of Greek

  • δελεαστικότητα — η η ιδιότητα τού δελεαστικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δελεαστικός. Η λ. μαρτυρείται το 1894 από τον Daramot (ψευδώνυμο τού Χρ. Δαραλέξη) στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ευδίολκος — εὐδίολκος, ον (Α) αυτός που έλκει εύκολα, ο δελεαστικός («εὐδίολκος δύναμις», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δίολκος] …   Dictionary of Greek

  • ευπαράγωγος — εὐπαράγωγος, ον και εὐπαραγωγός, όν (Α) 1. αυτός που μεταφέρεται εύκολα σε κάποιον τόπο, ο ευκολομετακίνητος 2. αυτός που παρασύρεται, που αποπλανάται εύκολα, ο ευκολοπάτητος 3. εύκαμπτος, ευλύγιστος 4. αυτός που απατά εύκολα, ο απατηλός 5. (κατ… …   Dictionary of Greek

  • καταγωγός — καταγωγός, όν (Α) [κατάγω] 1. δελεαστικός, ελκυστικός («καταγωγόν Σειρήνων μέλος») 2. αυτός που χρησιμεύει ως καταφύγιο …   Dictionary of Greek

  • παγιδευτικός — παγιδευτικός, ή, όν (Μ) [παγιδεύω] 1. αυτός που παγιδεύει κάποιον 2. δελεαστικός …   Dictionary of Greek

  • σαγηνευτικός — ή, ό, Ν ο ικανός να σαγηνεύει, δελεαστικός, γοητευτικός. επίρρ... σαγηνευτικώς και σαγηνευτικά Ν με σαγηνευτικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαγηνευτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον θ. Ν. Φλογαΐτη] …   Dictionary of Greek

  • ՅՈՒԶԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0373 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c ա. Որպէս Յուզիչ. խնդրակ. գտակ. եւ Որսօղ. գրգռիչ. շարժիչ. ἑφευρετής inventor եւ δελεαστικός inescans, alliciens. *Յանդիմանեալ ամենայն ուստեք, յուզակք չարեաց լինին. Աթ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • γαργαλιστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί γαργάλισμα. 2. μτφ., ο δελεαστικός, ο προκλητικός: Το φαγητό είχε γαργαλιστική μυρωδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”