δι-οχής

δι-οχής

δι-οχής, v. l. für διωχής, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀχῆς — ὀχέω hold fast pres ind act 2nd sg (doric) ὀχεύς anything used for holding masc nom pl ὀχεύς anything used for holding masc nom/voc pl ὀχή prop fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχης — ὀχέω hold fast imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακόσπιτα — Ιδιότυπα κτίσματα, κατασκευασμένα από μεγάλες, πλακόμορφες, σχιστολιθικές πέτρες, κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα. Βρίσκονται στη νοτιοδυτική Εύβοια, κυρίως στο όρος Όχη. Έχουν σχήμα τετράπλευρου ορθογώνιου, με μεγάλο πάχος στην τοιχοποιία. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Καρύστου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Καρύστου στεγάζεται στο Γιοκάλειο Πνευματικό Ίδρυμα, η δυτική πτέρυγα του οποίου παραχωρήθηκε από τον ευεργέτη Νικόλαο Γιοκαλά για το σκοπό αυτό. Το μουσείο, που εγκαινιάστηκε το 1989, περιέχει ευρήματα από τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”