δι-οχή

δι-οχή

δι-οχή, , der Abstand, Zwischenraum, Mathem.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀχή — prop fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οχή — Βουνό της νότιας Εύβοιας (1.404 μ.), που καταλήγει στα Ν στα ακρωτήρια Μαντέλλο (Γεραιτός) και Παξιμάδι (Λευκή Ακτή), στα δε ΒΑ στον Καφηρέα (Κάβο Ντόρο, κοινά Βουνό της Καρύστου). Ψηλότερες κορυφές είναι ο Άγιος Ηλίας (1.398 μ.) και ο Ιούδας… …   Dictionary of Greek

  • Όχη — Sp Òchė Ap Όχη/Ochi L kk. Eubojoje, Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • ὀχῇ — ὀχάομαι leap pres subj mp 2nd sg (doric) ὀχάομαι leap pres ind mp 2nd sg (doric) ὀχάομαι leap pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ὀχάομαι leap pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ὀχέω hold fast pres subj mp 2nd sg ὀχέω hold fast pres ind mp 2nd sg ὀχέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχη — ὄχος carriage neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀχέω hold fast pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὀχέω hold fast imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχῆι — ὀχῇ , ὀχάομαι leap pres subj mp 2nd sg (doric) ὀχῇ , ὀχάομαι leap pres ind mp 2nd sg (doric) ὀχῇ , ὀχάομαι leap pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ὀχῇ , ὀχάομαι leap pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ὀχῇ , ὀχέω hold fast pres subj mp 2nd sg ὀχῇ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχήν — ὀχή prop fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακόσπιτα — Ιδιότυπα κτίσματα, κατασκευασμένα από μεγάλες, πλακόμορφες, σχιστολιθικές πέτρες, κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα. Βρίσκονται στη νοτιοδυτική Εύβοια, κυρίως στο όρος Όχη. Έχουν σχήμα τετράπλευρου ορθογώνιου, με μεγάλο πάχος στην τοιχοποιία. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Εύβοια — I Νησί (3.658 τ. χλμ., 209.130 κάτ.) που απλώνεται με νοτιοανατολική κατεύθυνση κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής της Στερεάς Ελλάδας. Είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί της Ελλάδας μετά την Κρήτη. Στα Β του νησιού οι δίαυλοι του Τρίκερι και… …   Dictionary of Greek

  • Охи — греч. Όχη …   Википедия

  • οκωχή — ὀκωχή, ἡ (Α) (αντί ὄχή*) στήριγμα, υποστήριξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από ὀχή* με αναδιπλασιασμό (πρβλ. οδωδή, οπωπή)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”