- μαζο-φορίς
μαζο-φορίς, ίδος, ἡ, Schüssel zum Gerstenbrotauftragen, wie μαζονόμιον ὅμοιον κανῷ, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαζο-φορίς, ίδος, ἡ, Schüssel zum Gerstenbrotauftragen, wie μαζονόμιον ὅμοιον κανῷ, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιματιοφορίς — ἱματιοφορίς, ίδος, ἡ (Α) κιβώτιο ιματίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + φορίς (< θ. φορ τού φέρω, πρβλ. φόρ ος), πρβλ. μαζο φορίς] … Dictionary of Greek