δι-ορίζω

δι-ορίζω

δι-ορίζω, ion. διουρίζω, att. fut. διοριῶ; – 1) durch Gränzen absondern, διουρίσαντες καὶ διελόντες Λιβύην τε καὶ Ἁσίην Her. 4, 42; begränzen, ποταμὸς δ. τὴν Εὐρώπην ἀπὸ τῆς Ἀσίας D. Sic. 1, 55; übertr., τῷ λόγῳ Plat. Rep. VI, 507 b; = die Begriffe begränzen, und dah. unterscheiden; διορίζει ἅ τε οἱ ἄνϑρωποι καλοῦσιν ὀνόματα καὶ οἱ ϑεοί Crat. 391 d, vgl. Her. 4, 45; ἀκούσιά τε καὶ ἑκούσια ἀδικήματα Legg. IX, 860 e; ἡ τῶν καπήλων τέχνη τῆς τῶν αὐτοπωλῶν διώρισται Polit. 260 c, u. öfter; dah. = bestimmt anordnen u. jedem einzelnen zuweisen, ϑεοῖς γέρα Aesch. Prom. 438; αἱ φῆμαι μαντικαὶ τοῠτο διώρισαν Soph. O. R. 723; vgl. 1083. Insbesondere – a) von ausdrücklichen Bestimmungen des Gesetzes; καϑαρὸν εἶναι Dem. 20, 158, der es dem ἁπλῶς εἶπε entgegensetzt, 19, 7; ὁ νόμος διωρίσϑη πρός τινα, wurde auf ihn bes. bezogen, 59, 93; τὰ διωρισμένα καὶ τεταγμένα 18, 274; τὸ διωρισμένον ἐκ τοῦ νόμου δικαστήριον 23, 27; τὸ τίμημα διωρισμένον ὑπὸ τῶν νόμων Arist. pol. 4, 6. – b) den Begriff eines Wortes feststellen, definiren, τὴν μαγευτικήν Plat. Polit. 280 e, öfter. – Das med. ist bes. bei den Rednern häufig, = für sich u. übh. Bestimmungen treffen; τὴν δίκην Ar. Ach. 342; καὶ σαφῶς δηλοῦν Dem. 18, 40; τὴν τῶν ἀγαϑῶν πρᾶξιν σωφροσύνην εἶναι διορίζομαι Plat. Charm. 163 e, öfter; περί τινος, Andoc. 3, 12; Isocr. 3, 14; Arist. pol. 4. 3, 5; διωρίσμεϑα ἃ χρὴ ποιεῖν Dem . 24, 192. – 2) über die Gränzen hinausführen; τὸν ἐνϑένδε πόλεμον εἰς τὴν ἤπειρον διοριοῠμεν Isocr. 4, 174; vgl. ἐκ γῆς πόδα, στράτευμα Τροίαν ἔπι, Eur. Hel. 401. 834, wohin auch Ion 46 ὑπὲρ ϑυμέλας δ., vom Altar wegführen, zu ziehen ist. Dah. = verbannen; τὸ ὄφλον ἔξω τῶν ὅρων Plat. Legg. IX, 873 e. – Vgl. ἐξορίζω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορίζω — ορίζω, όρισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: ορίζω : η προστακτική αορίστου ορίστε χρησιμοποιείται και ως απάντηση σε κάλεσμα (π.χ. ορίστε, τι θέλετε;) ή ως ερώτηση (πώς;) επιφωνηματική έκφραση (να!) κτλ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ὁρίζω — divide pres subj act 1st sg ὁρίζω divide pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορίζω — (ΑΜ ὁρίζω, Α ιων. τ. οὐρίζω) [όρος (Ι)] 1. θέτω τα γεωγραφικά όρια ή χρησιμεύω ως όριο, δηλ. προσδιορίζω τη θέση τόπου, χώρας ή λαού (α. «τα Πυρηναία ορίζουν την Ισπανία προς βορράν» β. «τὴν αρχὴν ὥριζεν αὐτῷ ή Ἐρυθρά Θάλαττα», Ξεν.) 2. διατυπώνω …   Dictionary of Greek

  • ορίζω — όρισα, ορίστηκα, ορισμένος 1. βάζω όριο, σύνορο, καθορίζω τη θέση: Ο Έβρος ορίζει την Ελλάδα και την Τουρκία. 2. προσδιορίζω, καθορίζω χρονικά: Δεν ορίστηκε ακόμα η μέρα των εξετάσεων. 3. είμαι κύριος, εξουσιάζω: Αυτά τα νησιά τα ορίζει η Ελλάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὡρίσθην — ὁρίζω divide plup ind mp 3rd dual ὁρίζω divide aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ὁρίζω divide aor ind pass 1st sg ὁρίζω divide plup ind mp 3rd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρίζεσθε — ὁρίζω divide pres imperat mp 2nd pl ὁρίζω divide pres ind mp 2nd pl ὁρίζω divide imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρίζετε — ὁρίζω divide pres imperat act 2nd pl ὁρίζω divide pres ind act 2nd pl ὁρίζω divide imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρίζῃ — ὁρίζω divide pres subj mp 2nd sg ὁρίζω divide pres ind mp 2nd sg ὁρίζω divide pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρίσουσιν — ὁρίζω divide aor subj act 3rd pl (epic) ὁρίζω divide fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὁρίζω divide fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρίσω — ὁρίζω divide aor subj act 1st sg ὁρίζω divide fut ind act 1st sg ὁρίζω divide aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡρισμένα — ὁρίζω divide perf part mp neut nom/voc/acc pl ὡρισμένᾱ , ὁρίζω divide perf part mp fem nom/voc/acc dual ὡρισμένᾱ , ὁρίζω divide perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”