δι-ορθωτήρ

δι-ορθωτήρ

δι-ορθωτήρ, ῆρος, ὁ, = folgdm, Inscr. 2 p. 22.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀρθωτήρ — one who sets masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλορθωτήρας — ο κεφαλόδεσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ορθωτήρας < ορθωτήρ < ὀρθῶ «σηκώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ορθωτήρας — ο (Α ὀρθωτήρ, ῆρος) νεοελλ. 1. κάθε μέσο με το οποίο ανορθώνεται, ανυψώνεται κάτι 2. φρ. «ορθωτήρες μύες τριχών» μύες από λείες μυϊκές ίνες οι οποίοι όταν συσπώνται ανορθώνουν τις τρίχες αρχ. αυτός που διευθύνει ή που εκτελεί κάτι με επιτυχία.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”