δι-οπτεύω

δι-οπτεύω

δι-οπτεύω, durch-, umherspähen; Il. 10, 451, ἅπαξ εἰρημέν.; vgl. διοπτήρ und ἐποπτεύω; καὶ ὠτακουστέω D. Cass. 52, 37; genau sehen, Soph. Ai. 300; die Aufsicht haben, διοπτεύων τὴν ναῦν, als Schiffsaufseher, Dem. 35, 20; s. δίοπος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οπτεύω — ὀπτεύω (Α) βλέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀπτεύω έχει σχηματιστεί πιθ. κατ απόσπαση από τα ρ. σε οπτεύω (< οπτος ή οπτης), πρβλ. δι οπτεύω, κατ οπτεύω] …   Dictionary of Greek

  • ὀπτεύω — see pres subj act 1st sg ὀπτεύω see pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτεύσω — ὀπτεύω see aor subj act 1st sg ὀπτεύω see fut ind act 1st sg ὀπτεύω see aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτευσάμενοι — ὀπτεύω see aor part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθοπτεύω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καθοπτεύει καθορᾷ». [ΕΤΥΜΟΛ. καθ οπτεύω αντί κατ οπτεύω* με αναλογική δάσυνση από το ὁρῶ] …   Dictionary of Greek

  • καθρέφτης — Βλ. λ.κάτοπτρο. * * * και καθρέπτης και κατρέφτης, ο (Μ καθρέφτης και καθρέπτης) 1. κάτοπτρο 2. λεία επιφάνεια η οποία ανακλά εικόνες, μορφές κ.λπ. 3. υπόδειγμα, ομοίωμα νεοελλ. 1. κάθε λεία και καλογυαλισμένη επιφάνεια («θα γυαλίσετε τις μπότες… …   Dictionary of Greek

  • όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… …   Dictionary of Greek

  • ὀπτεύσαις — ὀπτάω roast pres part act fem dat pl (epic doric ionic) ὀπτεύω see aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) ὀπτεύω see aor opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοπτεύω — (Α διοπτεύω) 1. παρατηρώ με διόπτρα 2. κατασκοπεύω, παρατηρώ, εξετάζω νεοελλ. ναυτ. καθορίζω τη θέση πλοίου παρατηρώντας σημείο στην ξηρά ή τη θάλασσα, ρελεβάρω αρχ. διοπεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)·* + οπτεύω < (θ.) οπ (πρβλ. όπωπα)] …   Dictionary of Greek

  • καθυποπτεύω — (Α) (επιτατ. τού υποπτεύω) 1. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι 2. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, μελετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπ οπτεύω (< ὕπ οπτος)] …   Dictionary of Greek

  • οπιπτεύω — ὀπιπτεύω (Α) (δ. γρφ.) οπιπεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η γρφ. ὀπιπτεύω (αντί ὀπιπεύω) κατά το όπτεύω πρέπει να θεωρηθεί αυθαίρετη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”