διαίτημα

διαίτημα

διαίτημα, τό, 1) Lebenseinrichtung, Lebensweise, im plur., Thuc. 1, 6; Xen. Ath. 1, 8. – 2) Lebensunterhalt, Speise, Medic.; τὰ ἐμὰ διαιτήματα Xen. Mem. 1, 6, 5. – 3) Wohnung Hel. 2, 26.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • διαίτημα — food neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαίτημα — το (AM διαίτημα) [δίαιτα] ενδιαίτημα, τόπος κατοικίας αρχ. συνήθως στον πληθ. 1. δίαιτα, τρόπος ζωής 2. φαγητό, τροφή 3. κατοικία, διαμονή 4. οι συνήθειες, τα έθιμα …   Dictionary of Greek

  • διαιτημάτων — διαίτημα food neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιτήμασι — διαίτημα food neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιτήμασιν — διαίτημα food neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιτήματα — διαίτημα food neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιτήματι — διαίτημα food neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίαιτα — Ονομασία των συνελεύσεων ορισμένων γερμανικών λαών (Φράγκων, Λογγοβάρδων κλπ.) και αργότερα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι οποίες λάμβαναν τις σοβαρότερες αποφάσεις για τη ζωή του κράτους (πόλεμος, ειρήνη, νόμοι, εκλογή βασιλιάδων κλπ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”