δια-λάμπω

δια-λάμπω

δια-λάμπω, durchleuchten; ἕως διέλαμψεν ἡμέρα Ar. Pl. 744, wie Plut. Cat. mai. 13; auch διαλάμποντος , da es hell wurde, Pyrrh. 32; – ἰδέαι ἐν ταῖς ῥητορείαις, durchschimmern, herrorglänzen, Isocr 12, 2; mit der Stimme durchdringen, überschreien, Arist. probl. 19, 45; – sich auszeichnen, Plut. Aem. P. 2. Auch trans., φῶς, durchscheinen lassen, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λάμπω — (AM λάμπω) 1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ. δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.) 2. (για το πρόσωπο, για την… …   Dictionary of Greek

  • δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • διαστίλβω — (Α) 1. λάμπω, απαστράπτω, αστραποβολώ 2. λάμπω δια μέσου άλλου («συμπεφυρμένον γῇ... ὅμως διαστίλβει τὸ χρυσίον» ο χρυσός αστράφτει ακόμη κι αν είναι ανακατεμένος με χώμα, Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… …   Dictionary of Greek

  • μέροψ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Τριόπα ή του Ύαντα. Βασίλευε στο νησί της Κω, το οποίο ονομαζόταν Μερόπη από το όνομά του, αλλά και Κως από την κόρη του. Παιδιά του ήταν επίσης η Ηπιόνη, γυναίκα του Ασκληπιού, και ο… …   Dictionary of Greek

  • Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… …   Dictionary of Greek

  • Μαίρα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ηρωίδα της Αρκαδίας. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Άτλαντα και σύζυγος του Τεγεάτη, ενώ από τον γάμο της απέκτησε δύο γιους, τον Λειμώνα και τον Σκέφρο. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο τάφος της βρισκόταν στην… …   Dictionary of Greek

  • λαμπάδα — η (AM λαμπάς, άδος) μεγάλο κερί, μεγάλη ράβδος από κερί ή άλλο υποκατάστατό του η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή σε θρησκευτικές τελετές (α. «λαμπάδα τού Επιταφίου» β. «λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. φλόγα, πύρινη γλώσσα… …   Dictionary of Greek

  • σπινθηριστής — Ηλεκτρική διάταξη παραγωγής σπινθήρων. Αποτελείται βασικά από δύο ηλεκτρόδια, συνήθως μορφής ακίδας, μεταξύ των οποίων εκσπά ηλεκτρικός σπινθήρας, όταν η ηλεκτρική τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά υπερβεί μια ορισμένη τιμή, εξαρτώμενη από την… …   Dictionary of Greek

  • χλεύη — η, ΝΜΑ χλευασμός, εμπαιγμός (α. «έγινε αντικείμενο χλεύης» β. «οὐ θαύματος ἀλλά χλεύης καὶ γέλωτος ἄξια», Ηρωδιαν.) μσν. απάτη («διὰ χλεύης τινὸς ἐπορνεύθη», Μαλάλ. Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. χλεύη θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα …   Dictionary of Greek

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”