- μαινολίς
μαινολίς, ίδος, ἡ, fem. von μαινόλης, διάνοιαν μαινολίν (richtiger μαινόλιν), Aesch. Suppl. 101; ἀσέβεια, Eur. Or. 823.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαινολίς, ίδος, ἡ, fem. von μαινόλης, διάνοιαν μαινολίν (richtiger μαινόλιν), Aesch. Suppl. 101; ἀσέβεια, Eur. Or. 823.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαινόλις — raving fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαινόλιν — μαινόλις raving fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαινόλης — και μαινόλας, ὁ, θηλ. μαινόλις (Α) 1. τρελός, παράφρων («μαινόλα θυμῷ», Σαπφ.) 2. (για τον οίνο) αυτός που κάνει κάποιον μανιώδη 3. επίκληση τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαίνομαι + επίθημα όλης (πρβλ. αρμ. οl), πρβλ. κοι όλης, φαινόλης] … Dictionary of Greek
παράνοια — (Ιατρ.). Ψυχοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός συστηματικού παραληρήματος, το οποίο έχει οικοδομηθεί λογικά ξεκινώντας από ψευδή δεδομένα και αντιτάσσεται σε κάθε κριτική και, ακόμα, στα πιο οφθαλμοφανή γεγονότα. Το σύμπλεγμα των… … Dictionary of Greek