δι-αλλαγή

δι-αλλαγή

δι-αλλαγή, , Veränderung, Tausch; τῶν δυναστειῶν D. Cass. 47, 5, u. sonst Sp.; διαλλαγὰς ἔχειν τινί, Verkehr haben, Eur. Suppl. 221; gew. = A ussöhnung, Her. 1, 22; Plat. Conv. 213 d; Xen. Hell. 2, 2, 11; sonst im plur., den auch Thom. Mag. vorzieht, Friedensschluß, Bündniß, εἰρήνης ὑπὸ διαλλαγῶν γενομένης Plat. Legg I, 628 b; Ar. Av. 1531; αἱ πρός τινα δ., Isocr. 4, 94; Dem. 2, 1, u. öfter; vgl. 59, 47.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀλλαγή — change fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλαγή — η 1. μεταβολή, μετατροπή: Έκανε αίτηση για αλλαγή του επωνύμου του. 2. αντικατάσταση φρουράς: Δεν έγινε ακόμη αλλαγή φρουράς. 3. καθαρισμός και επίδεση πληγής: Πηγαίνω μέρα παρά μέρα στο νοσοκομείο για αλλαγή. 4. μετακίνηση σε άλλο κλίμα: Ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης …   Dictionary of Greek

  • ἀλλαγῇ — ἀλλάσσω make other than it is aor subj pass 3rd sg ἀλλαγή change fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… …   Dictionary of Greek

  • ἀλλαγαῖς — ἀλλαγή change fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλαγαί — ἀλλαγή change fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλαγᾷ — ἀλλαγή change fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλαγῆς — ἀλλαγή change fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλαγήν — ἀλλαγή change fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλαγῶν — ἀλλαγή change fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”