δια-λογή

δια-λογή

δια-λογή , 1) Auswahl, Arist. Polit. 2, 8. – 2) Bei Sp. = διάλογος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λογή — λογή, ἡ (Α) υπολογισμός, προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λογ (ετεροιωμένη βαθμίδα τού θέμ. λέγ τού λέγω) σχηματισμένο πιθ. κατ απόσπαση από τα σύνθ. σε λογή (πρβλ. δια λογή, συλ λογή)] …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • λογής — και λοής και, δ. τ., λογίς, λογιών (Μ λογῆς, λογιῶν, λογήν) είδος («τί λογής άνθρωπος είναι ο νέος συνάδελφος;») νεοελλ. 1. φρ. α) «λογής λογής» ή «λογιών λογιών» κάθε είδους, διαφόρων ειδών θ) «μιας λογής» με τον ίδιο τρόπο μσν. 1. εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”