δια-λογικός

δια-λογικός

δια-λογικός, ή, όν, gesprächweise, dialogisch, Rhett.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος …   Dictionary of Greek

  • εύλογος — η, ο (ΑΜ εὔλογος, ον) 1. αυτός που έχει καλό, ισχυρό λόγο, δηλ. καλή κρίση, ο λογικός, ο συνετός («εὐλογα νουθετήματα», Αισχύλ.) 2. αυτός που φαίνεται πιθανός, πιθανοφανής, αληθοφανής («διὰ σημείων εὐλόγων», Φιλόδ.) 3. ο ορθός, ο σωστός (α.… …   Dictionary of Greek

  • λογίζομαι — και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος] συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”